-
1 αναπολεω
поэт. ἀμπολέω1) вновь обдумывать(τρὴς τετράκι τι Pind.; τι ἐν ἑαυτῷ Plut.)
2) повторять(δὴς καὴ τρὴς ταὐτὰ ἔπη Soph.; μνήμην Plat.)
1 αναπολεω
(τρὴς τετράκι τι Pind.; τι ἐν ἑαυτῷ Plut.)
(δὴς καὴ τρὴς ταὐτὰ ἔπη Soph.; μνήμην Plat.)